- λαιλαπίζω
- λαιλᾰπ-ίζω,A agitate by storms, Aq.Is.54.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαιλαπίζω — (AM) [λαίλαψ] προσβάλλω με σφοδρότητα, αρπάζω ή αναταράσσω με τρικυμίες … Dictionary of Greek